λεχώ

λεχώ
η (Α λεχῶ, -οῦς)
βλ. λεχώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεχῶ — λεχώ woman in childbed fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) λεχώ woman in childbed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεχώ — woman in childbed fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέχω — Λέχης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεχοῦς — λεχώ woman in childbed fem nom/voc pl λεχώ woman in childbed fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεχοῖ — λεχώ woman in childbed fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεχοῦν — λεχώ woman in childbed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεχοῦσι — λεχώ woman in childbed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεχόες — λεχώ woman in childbed fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεχώνα — η (Α λεχώ, οῦς και λεκχώ) η γυναίκα που μόλις γέννησε και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. λεχώνα σχηματίστηκε από την αιτ. λεχών τού λεχώ, κατά τα πολλά τριτόκλιτα (πρβλ. ἡ εἰκών τὴν εἰκόνα: η εικόνα). Ο τ. λεχώ <… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”